πεντεκαιτεσσαράκοντα

πεντεκαιτεσσαράκοντα
Α (απόλ. αριθμτ.) σαράντα πέντε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί τεσσαράκοντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος — ον, Α αυτός που γίνεται ή συμβαίνει μέσα σε χρονικό διάστημα σαράντα πέντε ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιτεσσαράκοντα + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ ήμερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”